Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
μετριοπαγής
μετριοπάθεια
View word page
μετρητιαῖος
holding a μετρητής

ShortDef

holding a μετρητής

Debugging

Headword:
μετρητιαῖος
Headword (normalized):
μετρητιαῖος
Headword (normalized/stripped):
μετρητιαιος
IDX:
56574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56575
Key:

Data

{'content': 'holding a μετρητής'}