Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
μετριασμός
μετρικός
μετριολογέομαι
μετριολόγος
View word page
μετρητέος
one must measure

ShortDef

one must measure

Debugging

Headword:
μετρητέος
Headword (normalized):
μετρητέος
Headword (normalized/stripped):
μετρητεος
IDX:
56572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56573
Key:

Data

{'content': 'one must measure'}