Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
μετριάζω
μετριακός
View word page
μέτρημα
a measured distance

ShortDef

a measured distance

Debugging

Headword:
μέτρημα
Headword (normalized):
μέτρημα
Headword (normalized/stripped):
μετρημα
IDX:
56568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56569
Key:

Data

{'content': 'a measured distance'}