Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
μετρητής
μετρητιαῖος
μετρητικός
μετρητός
View word page
μετρήδην
by measure
ShortDef
by measure
Debugging
Headword:
μετρήδην
Headword (normalized):
μετρήδην
Headword (normalized/stripped):
μετρηδην
IDX:
56566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56567
Key:
Data
{'content': 'by measure'}