Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
μετρητέος
View word page
μετοχλίζω
to remove by a lever, hoist
ShortDef
to remove by a lever, hoist
Debugging
Headword:
μετοχλίζω
Headword (normalized):
μετοχλίζω
Headword (normalized/stripped):
μετοχλιζω
IDX:
56562
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56563
Key:
Data
{'content': 'to remove by a lever, hoist'}