Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
μέτρησις
μετρητέον
View word page
μετοχικός
relating to a partnership
ShortDef
relating to a partnership
Debugging
Headword:
μετοχικός
Headword (normalized):
μετοχικός
Headword (normalized/stripped):
μετοχικος
IDX:
56561
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56562
Key:
Data
{'content': 'relating to a partnership'}