Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
μέτρημα
μετρημάτιον
View word page
μετοχετεύω
convey in a channel, divert

ShortDef

convey in a channel, divert

Debugging

Headword:
μετοχετεύω
Headword (normalized):
μετοχετεύω
Headword (normalized/stripped):
μετοχετευω
IDX:
56559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56560
Key:

Data

{'content': 'convey in a channel, divert'}