Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
μετοχμάζω
μέτοχος
μετρέω
μετρήδην
μετρηδόν
View word page
μετούσιος
inferior to Being

ShortDef

inferior to Being

Debugging

Headword:
μετούσιος
Headword (normalized):
μετούσιος
Headword (normalized/stripped):
μετουσιος
IDX:
56557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56558
Key:

Data

{'content': 'inferior to Being'}