Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
μετοχλίζω
View word page
μετόπωρον
late autumn

ShortDef

late autumn

Debugging

Headword:
μετόπωρον
Headword (normalized):
μετόπωρον
Headword (normalized/stripped):
μετοπωρον
IDX:
56552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56553
Key:

Data

{'content': 'late autumn'}