Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
μετοχέτευσις
μετοχετεύω
μετοχή
μετοχικός
View word page
μετοπωρινός
autumnal

ShortDef

autumnal

Debugging

Headword:
μετοπωρινός
Headword (normalized):
μετοπωρινός
Headword (normalized/stripped):
μετοπωρινος
IDX:
56551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56552
Key:

Data

{'content': 'autumnal'}