Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
μετούσιος
View word page
μετόπη
metope
ShortDef
metope
Debugging
Headword:
μετόπη
Headword (normalized):
μετόπη
Headword (normalized/stripped):
μετοπη
IDX:
56547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56548
Key:
Data
{'content': 'metope'}