Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
Μετοῦλος
μετουσία
μετουσιαστικός
View word page
μετόνυχον
the last joint of the fingers
ShortDef
the last joint of the fingers
Debugging
Headword:
μετόνυχον
Headword (normalized):
μετόνυχον
Headword (normalized/stripped):
μετονυχον
IDX:
56546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56547
Key:
Data
{'content': 'the last joint of the fingers'}