Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
μετόρχιον
View word page
μετονομάζω
to call by a new name

ShortDef

to call by a new name

Debugging

Headword:
μετονομάζω
Headword (normalized):
μετονομάζω
Headword (normalized/stripped):
μετονομαζω
IDX:
56543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56544
Key:

Data

{'content': 'to call by a new name'}