Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
μετόπωρον
View word page
μετολισθαίνω
slip away
ShortDef
slip away
Debugging
Headword:
μετολισθαίνω
Headword (normalized):
μετολισθαίνω
Headword (normalized/stripped):
μετολισθαινω
IDX:
56542
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56543
Key:
Data
{'content': 'slip away'}