Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
μετοπωρινός
View word page
μετοκλάζω
to keep changing from one knee to another

ShortDef

to keep changing from one knee to another

Debugging

Headword:
μετοκλάζω
Headword (normalized):
μετοκλάζω
Headword (normalized/stripped):
μετοκλαζω
IDX:
56541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56542
Key:

Data

{'content': 'to keep changing from one knee to another'}