Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
μετοπωρίζω
View word page
μετοιωνίζομαι
effect an auspicious change in, procure happier omens for

ShortDef

effect an auspicious change in, procure happier omens for

Debugging

Headword:
μετοιωνίζομαι
Headword (normalized):
μετοιωνίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετοιωνιζομαι
IDX:
56540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56541
Key:

Data

{'content': 'effect an auspicious change in, procure happier omens for'}