Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
μετόπη
μετόπιν
μετόπισθε
View word page
μετοίχομαι
to have gone after, to have gone in quest of
ShortDef
to have gone after, to have gone in quest of
Debugging
Headword:
μετοίχομαι
Headword (normalized):
μετοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετοιχομαι
IDX:
56539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56540
Key:
Data
{'content': 'to have gone after, to have gone in quest of'}