Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
μετόνυχον
View word page
μέτοικος
settler from abroad, resident alien; adj. changing oneʼs abode

ShortDef

settler from abroad, resident alien; adj. changing oneʼs abode

Debugging

Headword:
μέτοικος
Headword (normalized):
μέτοικος
Headword (normalized/stripped):
μετοικος
IDX:
56536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56537
Key:

Data

{'content': 'settler from abroad, resident alien; adj. changing oneʼs abode'}