Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
μετονομασία
μετόνομθεν
View word page
μετοικονομέω
make changes in administration
ShortDef
make changes in administration
Debugging
Headword:
μετοικονομέω
Headword (normalized):
μετοικονομέω
Headword (normalized/stripped):
μετοικονομεω
IDX:
56535
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56536
Key:
Data
{'content': 'make changes in administration'}