Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
μετοικοδομέω
μετοικονομέω
μέτοικος
μετοικοφύλαξ
μετοιστέον
μετοίχομαι
μετοιωνίζομαι
μετοκλάζω
μετολισθαίνω
μετονομάζω
View word page
μετοικιστής
an emigrant

ShortDef

an emigrant

Debugging

Headword:
μετοικιστής
Headword (normalized):
μετοικιστής
Headword (normalized/stripped):
μετοικιστης
IDX:
56533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56534
Key:

Data

{'content': 'an emigrant'}