Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
μετοικιστής
View word page
μετοικέω
to change one's abode, remove to

ShortDef

to change one's abode, remove to

Debugging

Headword:
μετοικέω
Headword (normalized):
μετοικέω
Headword (normalized/stripped):
μετοικεω
IDX:
56523
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56524
Key:

Data

{'content': "to change one's abode, remove to"}