Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
μετοικισμός
μετοικιστέον
View word page
μετοικέτης
one who dwells in the middle
ShortDef
one who dwells in the middle
Debugging
Headword:
μετοικέτης
Headword (normalized):
μετοικέτης
Headword (normalized/stripped):
μετοικετης
IDX:
56522
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56523
Key:
Data
{'content': 'one who dwells in the middle'}