Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
μετοίκιος
μετοίκισις
View word page
μετοιακίζομαι
have one's course changed

ShortDef

have one's course changed

Debugging

Headword:
μετοιακίζομαι
Headword (normalized):
μετοιακίζομαι
Headword (normalized/stripped):
μετοιακιζομαι
IDX:
56520
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56521
Key:

Data

{'content': "have one's course changed"}