Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
μετοίκιον
View word page
μετίσχω
share in, participate

ShortDef

share in, participate

Debugging

Headword:
μετίσχω
Headword (normalized):
μετίσχω
Headword (normalized/stripped):
μετισχω
IDX:
56518
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56519
Key:

Data

{'content': 'share in, participate'}