Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
μετοικίζω
μετοικικός
View word page
μετήορος
lifted off the ground, hanging

ShortDef

lifted off the ground, hanging

Debugging

Headword:
μετήορος
Headword (normalized):
μετήορος
Headword (normalized/stripped):
μετηορος
IDX:
56517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56518
Key:

Data

{'content': 'lifted off the ground, hanging'}