Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
μετοικία
View word page
μέτηλυς
one who passes from one place to another, foreign settler

ShortDef

one who passes from one place to another, foreign settler

Debugging

Headword:
μέτηλυς
Headword (normalized):
μέτηλυς
Headword (normalized/stripped):
μετηλυς
IDX:
56515
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56516
Key:

Data

{'content': 'one who passes from one place to another, foreign settler'}