Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
μετοίκησις
View word page
μετῆλαι
rods
ShortDef
rods
Debugging
Headword:
μετῆλαι
Headword (normalized):
μετῆλαι
Headword (normalized/stripped):
μετηλαι
IDX:
56514
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56515
Key:
Data
{'content': 'rods'}