Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
μετίσχω
μετιτέον
μετοιακίζομαι
μετοικεσία
μετοικέτης
μετοικέω
View word page
μετεωροφρονέω
think of high things

ShortDef

think of high things

Debugging

Headword:
μετεωροφρονέω
Headword (normalized):
μετεωροφρονέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροφρονεω
IDX:
56513
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56514
Key:

Data

{'content': 'think of high things'}