Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
μετηνέμιος
μετήορος
View word page
μετεωροσκόπιον
an instrument for taking celestial observations

ShortDef

an instrument for taking celestial observations

Debugging

Headword:
μετεωροσκόπιον
Headword (normalized):
μετεωροσκόπιον
Headword (normalized/stripped):
μετεωροσκοπιον
IDX:
56507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56508
Key:

Data

{'content': 'an instrument for taking celestial observations'}