Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
μετῆλαι
μέτηλυς
View word page
μετέωρος
raised from the ground, hanging

ShortDef

raised from the ground, hanging

Debugging

Headword:
μετέωρος
Headword (normalized):
μετέωρος
Headword (normalized/stripped):
μετεωρος
IDX:
56505
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56506
Key:

Data

{'content': 'raised from the ground, hanging'}