Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
μετεωροφρονέω
View word page
μετεωροπορέω
travel through air

ShortDef

travel through air

Debugging

Headword:
μετεωροπορέω
Headword (normalized):
μετεωροπορέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροπορεω
IDX:
56503
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56504
Key:

Data

{'content': 'travel through air'}