Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
μετεωροφανής
μετεωροφέναξ
View word page
μετεωροπόλος
busying oneself with high things
ShortDef
busying oneself with high things
Debugging
Headword:
μετεωροπόλος
Headword (normalized):
μετεωροπόλος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροπολος
IDX:
56502
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56503
Key:
Data
{'content': 'busying oneself with high things'}