Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
μετεωροσοφιστής
μετεωρότης
View word page
μετεωροποιέω
lift up, raise

ShortDef

lift up, raise

Debugging

Headword:
μετεωροποιέω
Headword (normalized):
μετεωροποιέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροποιεω
IDX:
56500
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56501
Key:

Data

{'content': 'lift up, raise'}