Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
μετεωροσκόπιον
μετεωροσκόπος
View word page
μετεωρολογικός
skilled in meteorology

ShortDef

skilled in meteorology

Debugging

Headword:
μετεωρολογικός
Headword (normalized):
μετεωρολογικός
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογικος
IDX:
56498
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56499
Key:

Data

{'content': 'skilled in meteorology'}