Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
μετεωροσκοπικός
View word page
μετεωρολογέω
to talk of high things

ShortDef

to talk of high things

Debugging

Headword:
μετεωρολογέω
Headword (normalized):
μετεωρολογέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολογεω
IDX:
56496
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56497
Key:

Data

{'content': 'to talk of high things'}