Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
μετέωρος
View word page
μετεωρολέσχης
one who prates on things above, a star-gazer, visionary
ShortDef
one who prates on things above, a star-gazer, visionary
Debugging
Headword:
μετεωρολέσχης
Headword (normalized):
μετεωρολέσχης
Headword (normalized/stripped):
μετεωρολεσχης
IDX:
56495
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56496
Key:
Data
{'content': 'one who prates on things above, a star-gazer, visionary'}