Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
μετεωροπορία
View word page
μετεωροκόπος
one who prates about high things
ShortDef
one who prates about high things
Debugging
Headword:
μετεωροκόπος
Headword (normalized):
μετεωροκόπος
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπος
IDX:
56494
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56495
Key:
Data
{'content': 'one who prates about high things'}