Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
μετεωροπορέω
View word page
μετεωροκοπέω
to prate about high things
ShortDef
to prate about high things
Debugging
Headword:
μετεωροκοπέω
Headword (normalized):
μετεωροκοπέω
Headword (normalized/stripped):
μετεωροκοπεω
IDX:
56493
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56494
Key:
Data
{'content': 'to prate about high things'}