Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
μετεωροπόλος
View word page
μετεωροθήρας
one that hunts high in air
ShortDef
one that hunts high in air
Debugging
Headword:
μετεωροθήρας
Headword (normalized):
μετεωροθήρας
Headword (normalized/stripped):
μετεωροθηρας
IDX:
56492
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56493
Key:
Data
{'content': 'one that hunts high in air'}