Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
μετεωροπολέω
View word page
μετεωριστικός
disturbing

ShortDef

disturbing

Debugging

Headword:
μετεωριστικός
Headword (normalized):
μετεωριστικός
Headword (normalized/stripped):
μετεωριστικος
IDX:
56491
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56492
Key:

Data

{'content': 'disturbing'}