Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
μετεωροποιέω
View word page
μετεωριστής
prancer
ShortDef
prancer
Debugging
Headword:
μετεωριστής
Headword (normalized):
μετεωριστής
Headword (normalized/stripped):
μετεωριστης
IDX:
56490
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56491
Key:
Data
{'content': 'prancer'}