Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
μετεωρολόγος
View word page
μετεωρισμός
rising to the surface

ShortDef

rising to the surface

Debugging

Headword:
μετεωρισμός
Headword (normalized):
μετεωρισμός
Headword (normalized/stripped):
μετεωρισμος
IDX:
56489
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56490
Key:

Data

{'content': 'rising to the surface'}