Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
μετεωρολογικός
View word page
μετεώρισις
lifting up
ShortDef
lifting up
Debugging
Headword:
μετεώρισις
Headword (normalized):
μετεώρισις
Headword (normalized/stripped):
μετεωρισις
IDX:
56488
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56489
Key:
Data
{'content': 'lifting up'}