Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεράω
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
μετεωροκόπος
μετεωρολέσχης
μετεωρολογέω
μετεωρολογία
View word page
μετεωρίζω
to raise to a height, raise
ShortDef
to raise to a height, raise
Debugging
Headword:
μετεωρίζω
Headword (normalized):
μετεωρίζω
Headword (normalized/stripped):
μετεωριζω
IDX:
56487
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56488
Key:
Data
{'content': 'to raise to a height, raise'}