Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
μετεωροθήρας
μετεωροκοπέω
View word page
μετέχω
to partake of, enjoy a share of, share in, take part in
ShortDef
to partake of, enjoy a share of, share in, take part in
Debugging
Headword:
μετέχω
Headword (normalized):
μετέχω
Headword (normalized/stripped):
μετεχω
IDX:
56483
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56484
Key:
Data
{'content': 'to partake of, enjoy a share of, share in, take part in'}