Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
μετεωρισμός
μετεωριστής
μετεωριστικός
View word page
μετεύχομαι
to change one's wish, to wish something else
ShortDef
to change one's wish, to wish something else
Debugging
Headword:
μετεύχομαι
Headword (normalized):
μετεύχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετευχομαι
IDX:
56481
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56482
Key:
Data
{'content': "to change one's wish, to wish something else"}