Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεξαντλέω
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
μετευθύνω
μετεύχομαι
μετεχομένως
μετέχω
Μετέων
μετεωρία
μετεωρίδιον
μετεωρίζω
μετεώρισις
View word page
μετέρχομαι
to come

ShortDef

to come

Debugging

Headword:
μετέρχομαι
Headword (normalized):
μετέρχομαι
Headword (normalized/stripped):
μετερχομαι
IDX:
56478
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56479
Key:

Data

{'content': 'to come'}