Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
μετέρχομαι
μετεσχηματισμένως
View word page
μετεξεράω
transfer
ShortDef
transfer
Debugging
Headword:
μετεξεράω
Headword (normalized):
μετεξεράω
Headword (normalized/stripped):
μετεξεραω
IDX:
56469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56470
Key:
Data
{'content': 'transfer'}