Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
μετέρασις
μετεράω
View word page
μετεξανίσταμαι
to move from one place to another

ShortDef

to move from one place to another

Debugging

Headword:
μετεξανίσταμαι
Headword (normalized):
μετεξανίσταμαι
Headword (normalized/stripped):
μετεξανισταμαι
IDX:
56467
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56468
Key:

Data

{'content': 'to move from one place to another'}