Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μετεμψυχόομαι
μετεμψύχωσις
μετενδύνω
μετενδύω
μετενεκτέον
μετενηνεγμένως
μετεννέπω
μετενσωματόομαι
μετενσωμάτωσις
μετένταλμα
μετεντίθημι
μετεξαιρέομαι
μετεξανίσταμαι
μετεξαντλέω
μετεξεράω
μετεξέτεροι
μετέπειτα
μετεπιγραφή
μετεπιγράφω
μετεπίδεσις
μετεπιδέω
View word page
μετεντίθημι
to put into another place

ShortDef

to put into another place

Debugging

Headword:
μετεντίθημι
Headword (normalized):
μετεντίθημι
Headword (normalized/stripped):
μετεντιθημι
IDX:
56465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-56466
Key:

Data

{'content': 'to put into another place'}